Η πρόσφατη ψήφιση του νόμου για τη διετή υποχρεωτική προσχολική αγωγή και οι αντιδράσεις που έχει προκαλέσει, ας «πυροδοτήσει» τουλάχιστον νέα συζήτηση γύρω από την προοπτική των παιδικών σταθμών. Δηλαδή ποιον ρόλο θέλουμε να διαδραματίσουν οι παιδικοί σταθμοί στο μέλλον και ποιο είναι το μοντέλο λειτουργίας που θεωρούμε ότι ανταποκρίνεται στις τρέχουσες συνθήκες και τα πραγματικά δεδομένα.

Δεν υπεισέρχομαι στο ζήτημα της (διακριτής) οριοθέτησης των ηλικιακών ομάδων για τον κλάδο των βρεφονηπιοκόμων και νηπιαγωγών, αντιστοίχως. Ούτε στα απορρέοντα επαγγελματικά δικαιώματα για κάθε κλάδο. Αυτά είναι ζητήματα που θα αξιολογηθούν από τους καθ’ ύλην αρμόδιους. Θα θεωρούσα, ωστόσο, αυτονόητο ότι όποια οριοθέτηση γίνει, αυτή θα βασίζεται στο πρόγραμμα σπουδών κάθε Τμήματος / Σχολής.

Αναμφίβολα, πολλές και διαφορετικές οι παιδαγωγικές απόψεις που έχουν διατυπωθεί επί του θέματος. Τεκμηριωμένα επιχειρήματα έχουν προταχθεί και υπέρ της καθιέρωσης της υποχρεωτικής προσχολικής αγωγής από τα τέσσερα έτη, με κυρίαρχο τη διαμόρφωση σχολικής συνείδησης και τη συστηματοποιημένη εκπαίδευση μέσω της διδασκαλίας. Όλα τα επιχειρήματα πρέπει να ληφθούν υπόψη και να σταθμισθεί αναλόγως η βαρύτητά τους. Αρκούν αφ’ εαυτών για να λυθεί η «εξίσωση» που έχει απασχολήσει την επικαιρότητα;

Η απάντηση είναι αρνητική επειδή η πραγματικότητα, ως συνήθως, είναι διαφορετική. Έχουν εξασφαλισθεί οι αναγκαίοι όροι και προϋποθέσεις σε κτιριακές υποδομές και προσωπικό για την εφαρμογή του νέου νόμου; Όχι. Έχουν βρεθεί λύσεις στα πρακτικά προβλήματα που έχουν αναστατώσει -δικαιολογημένα- τους γονείς σχετικά με το ωράριο λειτουργίας των νηπιαγωγείων και την παροχή σίτισης; Όχι. Αυτά είναι, πράγματι, δομικά προβλήματα που εγείρουν σοβαρές επιφυλάξεις ως προς την εφαρμογή και αποτελεσματικότητα των πρόσφατων νομοθετικών ρυθμίσεων και, πάντως, επηρεάζουν το σχετικό χρονοδιάγραμμα υλοποίησης. Το μέλλον, λοιπόν, αβέβαιο και ασαφές.

Υπάρχει όμως και μία άλλη παράμετρος, την οποία δεν επιτρέπεται να αγνοήσουμε ή να παραβλέψουμε, κατά την άποψή μου. Και αυτή είναι ο μικρός αριθμός των λειτουργούντων βρεφικών σταθμών σε όλη την Ελλάδα. Ο λόγος προφανής και συναρτάται άμεσα προς το κόστος φιλοξενίας των βρεφών που είναι, αναντίρρητα, πολλαπλάσιο. Ενδεικτικά επισημαίνω: Ανά 12 βρέφη ηλικίας από 9 μηνών έως 18 μηνών προβλέπεται εποπτεία και φροντίδα από 3 βρεφονηπιοκόμους και 1 βοηθό. Ανά 12 βρέφη ηλικίας από 18 μηνών έως 30 μηνών προβλέπεται εποπτεία και φροντίδα από 2 βρεφονηπιοκόμους και 1 βοηθό, όταν για τα νήπια η αναλογία είναι 1 βρεφονηπιοκόμος και 1 βοηθός προς 25 νήπια.

Η ως άνω παράμετρος δημιουργεί ή όχι μία «θεσμική» ανισορροπία σε βάρος της εργαζόμενης μητέρας που έχει εξαντλήσει την άδεια μητρότητας και πρέπει να επιστρέψει στη δουλειά της; Υπάρχει ή όχι κενό σε επίπεδο προστασίας και έμπρακτης υποστήριξης της μητέρας αυτής για το μετέπειτα της λήξης της άδειας μητρότητας χρονικό διάστημα; Χαρακτηριστικά αναφέρω ότι στον Δήμο Νέας Σμύρνης λειτουργούν δύο βρεφικά τμήματα, όπου φιλοξενούνται βρέφη από 18 έως 30 μηνών. Ο αριθμός τους μέχρι σήμερα δεν ξεπερνά τα 75.
Ας μην λησμονείται, παραλλήλως, ότι τα νήπια 4 ετών υπάγονταν, και πριν από την ψήφιση του πρόσφατου νόμου, σε ένα «ιδιότυπο» καθεστώς. Σύμφωνα με αυτό, οι γονείς είχαν την ευχέρεια να επιλέξουν την εγγραφή των παιδιών τους είτε σε νηπιαγωγείο είτε σε παιδικό σταθμό. Τούτο πρακτικά σημαίνει ότι για την ηλικία των 4 ετών υπάρχει αλληλοεπικάλυψη υπηρεσιών την ίδια στιγμή που για τα βρέφη ηλικίας από 0 έως 18 μηνών εντοπίζεται κενό. Η «έριδα» που έχει ξεσπάσει εξαντλείται στις ανάγκες των νηπίων 4 ετών, παραγνωρίζοντας τις ανάγκες των βρεφών μέχρι 18 μηνών. Πρέπει ή δεν πρέπει να ληφθεί μέριμνα για την «προσαρμογή» και την κοινωνικοποίηση των παιδιών και αυτής της ηλικίας; Πρέπει ή δεν πρέπει να υπάρξει πρόνοια για την παροχή ενισχυτικής υποστήριξης προς την οικογένεια και των παιδιών αυτών, ειδικά μέσα σε αυτό το «ασφυκτικό» κοινωνικο-οικονομικό περιβάλλον;

Κλείνω λέγοντας ότι χρειάζεται ψύχραιμη και ρεαλιστική προσέγγιση του ζητήματος για να συμβάλουμε όλοι, ο καθένας από τη θέση του, στη δημιουργία των προϋποθέσεων για ασφαλείς, αξιόπιστες κοινωνικές δομές παροχής φύλαξης, φροντίδας, μέριμνας και αγωγής. Ουδείς, κατά την άποψή μου, έχει ή μπορεί να διεκδικεί για τον εαυτό του το μονοπώλιο της ευαισθησίας έναντι των εργαζομένων. Άξια προστασίας και πρόνοιας τα συμφέροντα των εργαζομένων, των παιδιών όλων των ηλικιών και των οικογενειών τους.

Η Πρόεδρος του Δ.Σ. του νπδδ
«Κέντρο Κοινωνικής Προστασίας
και Αλληλεγγύης Δήμου Νέας Σμύρνης»
Δήμητρα Νάνου