Η αναδιοργάνωση των δημοσίων υπηρεσιών σε τοπικό, περιφερειακό και κεντρικό επίπεδο κατέχει το τελευταίο χρονικό διάστημα κεντρική θέση στον δημόσιο διάλογο. Αποτελεί ταυτόχρονα μείζον αίτημα και των πολιτών. Έχω πει και στο παρελθόν ότι πρόσκομμα στην εύρυθμη λειτουργία και αποτελεσματικότητα των υπηρεσιών και δομών, όχι μόνο του δήμου, αλλά της δημόσιας διοίκησης συνολικά, αποτελεί κατά την άποψή μου η άνιση και ανορθολογική κατανομή των εργαζομένων. Ίσως αυτό να αποτελεί μεγαλύτερο πρόβλημα ακόμη και από το συνολικό αριθμό των ανθρώπων που τις στελεχώνουν.
Θεωρώ ιδιαιτέρως δύσκολο για κάποιον που δεν ασκεί διοίκηση να αξιολογήσει τις πραγματικές ανάγκες του δήμου, να κατανείμει το προσωπικό, να καταμερίσει τις αρμοδιότητες, να αξιολογήσει πόσοι εργαζόμενοι χρειάζονται για να καλύψουν επαρκώς τις ανάγκες αυτές.
Εκεί όμως που θα εστίαζα, ξεφεύγοντας από το οργανόγραμμα και τα σχόλια για τα αριθμητικά μεγέθη, θα ήταν με βάση την εμπειρία μου ως πολίτη να διασφαλίσουμε ότι το νέο οργανωτικό σχήμα θα είναι σε θέση να εγγυηθεί ότι δεν θα αλληλεπικαλύπτονται οι αρμοδιότητες των υπηρεσιών, θα συντονίζονται μεταξύ τους ώστε να μην ταλαιπωρείται ο πολίτης, δεν θα κατακερματίζονται οι αρμοδιότητες (όπως διαφαίνεται π.χ. από την πρόβλεψη για γραφείο συντήρησης και ανάπτυξης χώρων πρασίνου και παιδικών χαρών και παράλληλα γραφείου άλσους), και τέλος ότι θα αυτορρυθμίζονται, θα αυτο-οργανώνονται οι υπηρεσίες σε περίπτωση αιχμής, ώστε να εκλείπουν φαινόμενα όπου μπροστά στο ένα γραφείο συρρέει πλήθος πολιτών και το διπλανό γραφείο δεν εξυπηρετεί κανέναν. Στόχος είναι να εξυπηρετείται καλύτερα ο πολίτης και να ικανοποιούνται τα αιτήματά του άμεσα και γρήγορα.